- ἐπαναφορικός
- ἐπανα-φορικός, ή, όν,A of or for ἐπαναφορά, σχῆμα Sch.Ar.Pl.545, cf. Eust.67.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαναφορικός — ἐπαναφορικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχήμα τής επαναφοράς … Dictionary of Greek
ἐπαναφορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορικά — ἐπαναφορικός of neut nom/voc/acc pl ἐπαναφορικά̱ , ἐπαναφορικός of fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορικά̱ , ἐπαναφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορικόν — ἐπαναφορικός of masc acc sg ἐπαναφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορικοῦ — ἐπαναφορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορικῶς — ἐπαναφορικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)